- θεώμαι
- θεάθηκα1. βλέπω: Ο νους θεάται τις ιδέες. – Θεάθηκε σε ύποπτο χώρο.2. φρ., «για το θεαθήναι», για τα μάτια του κόσμου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θεώμαι — (ΑΜ θεῶμαι, άομαι, Α και ιων. τ. θηέομαι) 1. βλέπω με προσοχή, παρακολουθώ προσεχτικά με προσηλωμένο το βλέμμα 2. φρ. «πρὸς τὸ θεαθῆναι» για να βλέπουν οι άλλοι, για επίδειξη αρχ. 1. βλέπω με θαυμασμό ή έκπληξη (α. «θηεῡντο μέγα ἔργον», Ομ. Ιλ. β … Dictionary of Greek
θεῶμαι — θεάομαι gaze at pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) θεάομαι gaze at pres ind mp 1st sg θεάομαι gaze at pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) θεάω gaze at pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) θεάω gaze at pres ind mp 1st sg θεάω gaze… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθέατος — η, ο (Α ἀθέατος, ον) [θεῶμαι] αυτός που δεν θεάθηκε ή δεν είναι δυνατόν να θεαθεί, μη θεατός, αόρατος, μυστικός, κρυφός αρχ. αυτός που δεν βλέπει κάτι, ο τυφλός … Dictionary of Greek
αναθεώμαι — ἀναθεῶμαι ( άομαι) (Α) παρατηρώ, εξετάζω εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θεῶμαι] … Dictionary of Greek
αξιοθέατος — η, ο (Α ἀξιοθέατος κ. ιων. ητος, ον) άξιος θέας, αξιοπαρατήρητος νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αξιοθέατα αυτά που παρουσιάζουν ενδιαφέρον σε έναν τόπο, τα μέρη ή οι χώροι που αξίζει να επισκεφθεί ή να δει κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος +… … Dictionary of Greek
αποθεώμαι — ἀποθεῶμαι ( άομαι) (Α) θεώμαι, βλέπω, παρατηρώ από μακριά ή από ψηλά … Dictionary of Greek
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek
διαθεώμαι — διαθεῶμαι ( άομαι) (Α) [θεώμαι] (αποθ.) παρατηρώ προσεκτικά, εξετάζω λεπτομερώς … Dictionary of Greek
επιθεώμαι — ἐπιθεῶμαι, άομαι (Α) 1. κοιτάζω από πάνω, επισκοπώ, επιθεωρώ, εξετάζω 2. προσβλέπω, κοιτάζω 3. εξετάζω νοερά, σκέπτομαι, αναλογίζομαι κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θεώμαι «ατενίζω, βλέπω»] … Dictionary of Greek
θέαμα — το (AM θέαμα, Α ιων. τ. θέημα [θεώμαι] καθετί που βλέπει ή που παρατηρεί κανείς με προσοχή 2. συνεκδ. η εντύπωση που δημιουργείται από την παρατήρηση τού θεάματος (α. «θλιβερό θέαμα» β. «δέρκου θέαμα», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. παράσταση σε θέατρο ή σε … Dictionary of Greek